έδικτο

έδικτο
(edictum). Εξελληνισμένη λέξη που σημαίνει διάταγμα. Στη ρωμαϊκή εποχή έ. αποκαλούσαν τις διακηρύξεις που εξέδιδαν οι άρχοντες, όταν απευθύνονταν στον λαό, με αποφάσεις που αφορούσαν θέματα της δικαιοδοσίας τους. Δικαίωμα να εκδίδουν έ. είχαν οι πραίτορες και οι αγορανόμοι, και στις επαρχίες οι ανθύπατοι και οι κουέστορες. Αρχικά, τα έ. ήταν προφορικά, αργότερα όμως γράφονταν σε λευκές πλάκες (album, λευκώματα), που τις αναρτούσαν στην Αγορά.
* * *
το (AM ἔδικτον)
διάταγμα, διαταγή («τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Ἕλληνες μὲν διατάγματα, Ρωμαῑοι δὲ ἔδικτα προσαγορεύουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. edictum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ήδικτον — ἤδικτον, τό (Μ) έδικτο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έδικτο] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μεδιόλανο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα της ιταλικής πόλης Μιλάνο. Βλ. και λ. Μιλάνο, Ιστορία. Έδικτο του Μ. Διάταγμα που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ. από τον Μ. Κωνσταντίνο και τον Λικίνιο, με το οποίο αναγνωρίστηκε ο Χριστιανισμός σαν επίσημη… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • ίδικτον — ἴδικτον, τὸ (Α) το έδικτο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. edictum] …   Dictionary of Greek

  • παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… …   Dictionary of Greek

  • πατρικιάτος — ὁ, Μ (διόρθ. στο Έδικτο Διοκλητ.) πατρίκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patriciatus «η τάξη τών πατρικίων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”